λευκοτομή

λευκοτομή
η
ιατρ. νευροχειρουργική επέμβαση που αποσκοπεί στη διακοπή τών συνδέσεων μεταξύ εγκεφαλικού φλοιού και τής υποκείμενης λευκής ουσίας και εκτελείται αμέσως κάτω και παράλληλα με τη φλοιώδη ουσία τού εγκεφάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucotomy (< leuc(o)- (πρβλ. λευκ[ο]-) + -tomy (< νεολατ. -tomia < -τομία < -τόμος < τέμνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”